- καταλεπτός
- καταλεπτός, -ή, -όν (Μ)1. λεπτομερειακός2. (το ουδ. ως επίρρ.) καταλεπτόν1. με λεπτομέρειες, λεπτομερειακά2. εντελώς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταλεπτώς — [καταλεπτός) επίρρ. λεπτομερώς, με ακρίβεια («τού τά είπε καταλεπτώς») … Dictionary of Greek